- συμφυτικος
- συμφυτικόςσυμ-φῠτικός3сращивающий, заживляющий
(κατάπλασμα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κατάπλασμα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… … Dictionary of Greek
συμφυτικά — συμφυτικός causing to unite neut nom/voc/acc pl συμφυτικά̱ , συμφυτικός causing to unite fem nom/voc/acc dual συμφυτικά̱ , συμφυτικός causing to unite fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυτικόν — συμφυτικός causing to unite masc acc sg συμφυτικός causing to unite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)